
Ερωτική ζήλεια: «Το τέρας με τα πράσινα μάτια…»
Η ζήλεια ή ζήλια (jealousy) μέσα στο κοινωνικό πλαίσιο ορίζεται ως μια συναισθηματική κατάσταση ενός ατόμου που μειονεκτεί απέναντι σε κάποιο άλλο, είτε από πλευράς πλούτου και ικανοτήτων, είτε λαχταρά να έχει στην κατοχή του κάτι που έχει κάποιος άλλος και δεν έχει αυτός.
Από φιλοσοφική σκοπιά ο Αριστοτέλης στη «Ρητορική» περιέγραψε τη ζήλια (φθόνο) «ως τον πόνο που προκαλεί την τύχη των άλλων», ενώ ο Ιμμάνουελ Καντ την όρισε ως «η απροθυμία να δει κάποιος τη δική του ευημερία…»
Μέσα στο πλαίσιο των ρομαντικών σχέσεων (romantic relationships) η ερωτική ζήλια (romantic jealousy), η οποία συχνά αναφέρεται και ως το «τέρας με τα πράσινα μάτια», ορίζεται ως ένα σύνθετο και έντονο κοινωνικό συναίσθημα που επηρεάζει το δυναμικό μιας ρομαντικής σχέσης και εμφανίζεται όταν ένα άτομο απειλείται πως θα χάσει το σύντροφό του από κάποιον ερωτικό αντίζηλο. Ο Buunk (1997) διαχώρισε την ερωτική ζήλια σε 3 κατηγορίες:
1) Aντιδραστική (reactive jealousy): όπου εκδηλώνεται από μια συμπεριφορά που δηλώνει οικειότητα-εγγύτητα με κάποιο τρίτο.
2) Aγχώδης (anxious jealousy): που εστιάζει στην πιθανότητα το ζευγάρι να εμπλέκεται σεξουαλικά ή συναισθηματικά με κάποιον άλλον.
3) Προληπτική-Προστατευτική (preventive jealousy): που αποσκοπεί στην αποτροπή στενής επαφής του συντρόφου με κάποιον τρίτο, μετά από μικρές ενδείξεις ενδιαφέροντος.
Η ερωτική ζήλια εμπερικλείει συναισθήματα φόβου, άγχους, δυσπιστίας και θυμού, ενώ έχει γνωστικές και συμπεριφορικές συνιστώσες. Σύμφωνα με τους Ρfeiffer and Wong (1989) η ζήλια μπορεί να είναι: α). Συναισθηματική: αντίδραση απέναντι σε μια αντιληπτή απειλή, β). Γνωσιακή: ανησυχίες γύρω από ενδεχόμενη συναισθηματική/σεξουαλική εμπλοκή του συντρόφου με κάποιον τρίτο γ). Συμπεριφορική: συμπεριφορές παρακολούθησης (monitoring behaviours).
Πώς γίνεται όμως η διάκριση ανάμεσα στην λειτουργική και παθολογική ζήλεια;
Η πρώτη αναφέρεται στη φυσιολογική συναισθηματική αντίδραση απέναντι σε μια υπαρκτή απιστία ή μια υπαρκτή απειλή που ελλοχεύει κινδύνους για την αποκλειστικότητα και τη συνέχιση της σχέση. Υπάρχουν βιβλιογραφικές αναφορές που υπογραμμίζουν τη θετική της ενίσχυση, μέσα από την «έκρηξη» του σεξουαλικού πάθους, της σεξουαλικής ικανοποίησης και της συνέχισης της δέσμευσης. Θα μπορούσαμε να πούμε πως αποτελεί «το αλατοπίπερο σε μια ερωτική σχέση», όπου κρατά αμείωτο το σεξουαλικό ενδιαφέρον των δύο συντρόφων και λειτουργεί ως προστατευτικός παράγοντας απέναντι σε εξωτερικούς «αντιπάλους». Μέσα σε ένα υγιές πλαίσιο σχέσης η ζήλια που δεν πατά σε παθολογικά μοτίβα σκέψεων και συμπεριφορών μπορεί να γίνει αρωγός επικοινωνίας, εξέλιξης και αποτελεί ένδειξη φροντίδας.
Η παθολογική μορφή της ζήλιας σχετίζεται με παράλογες πεποιθήσεις και έντονη καχυποψία κάποιου για το σύντροφό του, με μια συνεχή επαγρύπνηση για αναγνώριση ενδείξεων που να αποδεικνύουν την απιστία του συντρόφου. Πρόκειται για μια παθολογική κατάσταση με έντονες εκδηλώσεις βίας, οργής, θυμού, η οποία όμως έχει συσχετιστεί με κατάθλιψη, κατάχρηση ουσιών, αυτοκτονικές και παρα-αυτοκτονικές συμπεριφορές καθώς και φόνο μέσα σε ένα φάσμα έντονης ψυχοπαθολογίας. Βιβλιογραφικά προτείνεται ο διαχωρισμός της παθολογικής ζήλιας σε παραληρηματική (delusional) γνωστή και ως Σύνδρομο του Οθέλλου, και εμμονική (obsessive) ζήλια. Η συχνότητα της παθολογικής ζήλειας σε άτομα με ψυχιατρικό ιστορικό, σύμφωνα με τον Singh ανέρχεται στο 7.59% , με το 90% του ποσοστού αυτού να κατανέμεται στο ηλικιακό φάσμα 18-48 ετών. Το ποσοστό «εκτοξεύεται» όταν υπάρχει συννοσηρότητα με κατάχρηση αλκοόλ, συγκεκριμένα 35% για τους άνδρες και 31% για τις γυναίκες.
Με βάση το δυναμικό της σχέσης, ακόμη και στην περίπτωση μη παθολογικής ρομαντικής ζήλειας ενδέχεται να επηρεαστεί μαζί με την επιβίωση της σχέσης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το μοντέλο Βασικών Αναγκών Ευχαρίστησης για τη ζήλεια (Jealousy-Basic Need Satisfaction Model), όπου η ερωτική ζήλεια απειλεί τη σχέση μέσα από το αντίκτυπο στην ευημερία τόσο του ατόμου όσο και της σχέσης. Αυτό εξηγείται μέσα από το γεγονός ότι τα άτομα είναι πιο πιθανό να ικανοποιούν λιγότερο τις ψυχολογικές τους ανάγκες, ενώ φάνηκε πως ένιωθαν πως ήταν λιγότερο ικανοί, αυτόνομοι και δεν εμπλέκονταν ενεργά μέσα στη σχέση (περισσότερες συμπεριφορές αποφυγής και άρνησης), γεγονός που μείωνε το βαθμό ατομικής και σχεσιακής ευημερίας.
Το 2003 ο Marazziti και συνεργάτες, παρουσίασαν 5 κριτήρια για το διαχωρισμό της παθολογικής από την φυσιολογική ζήλεια (8):
- Ο χρόνος που αφιερώνει κάποιος για ανησυχίες ζήλιας
- Δυσκολία να απομακρύνει αυτές τις ανησυχίες
- Διαταραχή της σχέσης
- Περιορισμός της ελευθερίας του συντρόφου
- Έλεγχος/παρακολούθηση συμπεριφοράς συντρόφου
Το Γνωσιακό Συμπεριφορικό Μοντέλο για τη θεραπεία της παθολογικής ζηλειας:
Το 2008 οι Leahy και Tirch παρουσίασαν ένα ολοκληρωμένο γνωσιακό συμπεριφορικό μοντέλο για τη θεραπεία της παθολογικής ζήλειας (Integrated Cognitive Behavioral Model of Jealousy), το οποίο βασίζεται στη θέση πως η ζήλεια αποτελεί μια μορφή ανησυχίας με βάση τον θυμό και την αναστάτωση. Το μοντέλο τους ενσωματώνει την παραδοσιακή γνωσιακή θεωρία της επεξεργασίας των σχημάτων, τα μετα-γνωσιακά και μετα-συναισθηματικά μοντέλα, τη θεραπεία αποδοχής και δέσμευσης, και την προσέγγιση της ενσυνειδητότητας. Το θεραπευτικό πλάνο που προτείνεται με βάση το παραπάνω μοντέλο, εστιάζει στη σχέση θεραπευτή-θεραπευόμενου στοχεύοντας στην επικύρωση του συναισθήματος (αναγνώριση, κατανόηση και έκφραση της αποδοχής της συναισθηματικής κατάστασης), «αποπαθολογικοποιώντας» την εμπειρία της ζήλειας, ενώ ενσωματώνει την εξελικτική σκοπιά της. Είναι σημαντικό ο θεραπευόμενος να μάθει να αποστασιοποιείται από δυσλειτουργικές σκέψεις και δυσφορικά συναισθήματα που αυξάνουν την ζήλεια, ενώ παράλληλα μαθαίνει να κατανοεί πως η ζήλεια δεν λειτουργεί προστατευτικά.
Συνοψίζοντας, η ερωτική ζήλεια στις ρομαντικές σχέσεις επηρεάζει όχι μόνο το άτομο που τη βιώνει αλλά και το σύντροφο που την υφίσταται, ενώ στην νοσηρή της έκφανση έχει καταστροφικές συνέπειες για το δυναμικό της σχέσης, υπονομεύοντας την αυτονομία, την εμπιστοσύνη και τη σχεσιακή ικανοποίηση. Τα ερευνητικά δεδομένα δείχνουν πως δεν αποτελεί ένα μεμονωμένο συναίσθημα αλλά μια συνθήκη που έχει γνωσιακή, συναισθηματική και συμπεριφορική διάσταση. Η ερωτική ζήλεια νοείται ως ένα πολυπαραγοντικό φαινόμενο, όπου το φύλο, προσωπικότητα, ο τύπος δεσμού, η σχεσιακή και σεξουαλική ικανοποίηση, η συννοσηρότητα με ψυχοπαθολογία, η κατάχρηση ουσιών, η ένταση της συχνότητας των ζηλοτυπικών συμπεριφορών, το κοινωνικο-πολιτισμικό πλαίσιο, σχετίζονται με τον τρόπο εκδήλωσης και έντασής της, αλλά και το βαθμό που θα επηρεάσει το ζευγάρι. Η ενεργοποίησή της ερωτικής ζήλειας από συναισθηματική ή και σεξουαλική απιστία δεν καθορίζεται μόνο από το φύλο, ενώ οι συνθήκες των ερευνών και οι πολιτισμικές-κοινωνικές-οικονομικές συνθήκες διαμεσολαβούν σε αυτή τη σχέση. Σε θεραπευτικό επίπεδο δεν υπάρχουν κοινά αποδεκτές θεραπείες για την αντιμετώπιση της ερωτικής ζήλιας στη δυσλειτουργική μορφή της, ενώ η διάγνωσή της παρουσιάζει δυσκολίες.
Παπαδόπουλος Περικλής
Ψυχολόγος-Ψυχοθεραπευτής CBT
Πηγές:
Παπαδόπουλος Περικλής,Εταιρεία Γνωσιακών Συμπεριφοριστικών Σπουδών – Κέντρο Δια Βίου Μάθησης, Journal Club, Αθήνα 2021.
Buss, DM & Abrams, M. (2016). Jealousy, Infidelity, and the Difficulty of Diagnosing Pathology: A CBT Approach to Coping with Sexual Betrayal and the Green-Eyed Monster. Journal of Rational-Emotive & Cognitive-Behavior Therapy, 35(2), 150–172.
Related Posts
Απιστία και ερωτική ζήλεια: Υπάρχει συσχέτιση;
Για να κατανοήσουμε τη συσχέτιση μεταξύ ερωτικής ζήλειας και απιστίας θα πρέπει...
Όταν ένας πρώην μας χτυπά την πόρτα… της σχέσης!
Η εμφάνιση ενός πρώην, συχνά μπορεί να πυροδοτήσει μία κατάσταση η οποία...